- καλάρω
- (λ. ιταλ.), καλάρισα και κάλαρα1. ρίχνω τα δίχτυα στη θάλασσα για αλιεία: Καλαρίσαμε τα δίχτυα από πολύ πρωί.2. έχω βύθισμα: Το βαπόρι καλάρει δέκα ποδάρια.3. πείθω κάποιον, τον καταφέρνω: Τον κάλαρα και δέχτηκε την πρόταση.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.